Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

balèstra (θηλ.ουσ) ballòtta (θηλ.ουσ)
balestràre (ρ. μτβ.) ballottàggio (ουσ αρσ )
balestrièra (θηλ.ουσ) balneàre (επίθ.)
balestrière (ουσ αρσ ) balneazióne (θηλ.ουσ)
balestrùccio (ουσ αρσ ) baloccàre (ρ. μτβ.)
bàlia (θηλ.ουσ) baloccàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
baliàtico (αρσ. επίθ και ουσ) balòcco (ουσ αρσ )
balìo (ουσ αρσ ) balordàggine (θηλ.ουσ)
balioso (επίθ.) balórdo (ουσ αρσ )
balipèdio (ουσ αρσ ) balórdo (επίθ.)
balìsta (θηλ.ουσ) bàlsa (θηλ.ουσ)
balìstica (θηλ.ουσ) balsàmico (αρσ. επίθ και ουσ)
balìstico (επίθ.) balsamìna (θηλ.ουσ)
balìvo (ουσ αρσ ) bàlsamo (ουσ αρσ )
bàlla (θηλ.ουσ) bàlteo (ουσ αρσ )
ballàbile (επίθ.) baluàrdo (ουσ αρσ )
ballàre (ρ.αμτβ.) baluginàre (ρ.αμτβ.)
ballàta (θηλ.ουσ) baluginìo (ουσ αρσ )
ballatóio (ουσ αρσ ) bàlza (θηλ.ουσ)
ballerìna (θηλ.ουσ) balzàno (επίθ.)
ballerìno (ουσ αρσ ) balzàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ballerìno (επίθ.) balzellàre (ρ.αμτβ.)
ballétto (ουσ αρσ ) balzellàre (ρ. μτβ.)
bàllo (ουσ αρσ ) balzèllo (ουσ αρσ )
ballonzolàre (ρ.αμτβ.) balzellóni (επίρ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: