Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vòmica (θηλ.ουσ) votànte (επίθ.)
vòmico (επίθ.) votàre (ρ.αμτβ.)
vomitàre (ρ.αμτβ.) votàre (ρ. μτβ.)
vomitatìvo (αρσ. επίθ και ουσ) votarsi (ρ.μ. (αντων.))
vomitatòrio (επίθ.) votazióne (θηλ.ουσ)
vòmito (ουσ αρσ ) votìvo (επίθ.)
vomizióne (θηλ.ουσ) vóto (ουσ αρσ )
vóngola, vòngola (θηλ.ουσ) voucher (ουσ αρσ )
voràce (επίθ.) voyeur (ουσ αρσ και θηλ.)
voraceménte (επίρ.) voyeurìsmo (ουσ αρσ )
voracità (θηλ.ουσ) voyeurìstico (επίθ.)
voràgine (θηλ.ουσ) vu (ουσ αρσ και θηλ.)
voraginóso (επίθ.) vùdu, vudù (ουσ αρσ )
vorticàre (ρ.αμτβ.) vuduìsmo (ουσ αρσ )
vòrtice (ουσ αρσ ) vuduìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
vorticèlla (θηλ.ουσ) vuduìstico (επίθ.)
vorticìsmo (ουσ αρσ ) vulcànico (επίθ.)
vorticosaménte (επίρ.) vulcanìsmo (ουσ αρσ )
vorticóso (επίθ.) vulcanìte (θηλ.ουσ)
vossignorìa (θηλ.ουσ) vulcanizzànte (αρσ. επίθ και ουσ)
vòstro (ουσ αρσ ) vulcanizzàre (ρ. μτβ.)
vòstro (επίθ.) vulcanizzatóre (ουσ αρσ )
vòstro (αντων.) vulcanizzazióne (θηλ.ουσ)
votacèssi (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) vulcàno (ουσ αρσ )
votànte (ουσ αρσ και θηλ.) vulcanogeno (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: