Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ventrìloquo (ουσ αρσ ) verbalìsmo (ουσ αρσ )
ventunènne (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) verbalizzàre (ρ. μτβ.)
ventunèsimo (τακτ. αριθμ. επίθ.) verbalizzazióne (θηλ.ουσ)
ventùno ( απόλ. αριθμ. επίθ.) verbalménte (επίρ.)
ventùra (θηλ.ουσ) verbèna (θηλ.ουσ)
venturière (αρσ. επίθ και ουσ) verbigerazióne (θηλ.ουσ)
venturièro (αρσ. επίθ και ουσ) verbigràzia (επίρ.)
venturìmetro (ουσ αρσ ) vèrbo (ουσ αρσ )
ventùro (επίθ.) verbosaménte (επίρ.)
venturóso (επίθ.) verbosità (θηλ.ουσ)
vènula (θηλ.ουσ) verbóso (επίθ.)
venusiàno (αρσ. επίθ και ουσ) verdàstro (ουσ αρσ )
venustà (θηλ.ουσ) verdàstro (επίθ.)
venùsto (επίθ.) verdazzùrro (αρσ. επίθ και ουσ)
venùta (θηλ.ουσ) vérde (ουσ αρσ )
venùto (ουσ αρσ ) vérde (επίθ.)
venùto (επίθ.) verdeggiànte (επίθ.)
véra, vèra (θηλ.ουσ) verdeggiàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
veràce (επίθ.) verdèllo (ουσ αρσ )
veraceménte (επίρ.) verdemàre (αρσ. επίθ και ουσ)
veracità (θηλ.ουσ) verderàme (ουσ αρσ )
veraménte (επίρ.) verderàme (επίθ.)
verànda (θηλ.ουσ) verdésca (θηλ.ουσ)
verbàle (ουσ αρσ ) verdétto (ουσ αρσ )
verbàle (επίθ.) verdìccio (αρσ. επίθ και ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: