Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvenùto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [veˈnuto] επιβάτης που έφτασε venùto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [veˈnuto] 1 αναμενόμενος 2 αφιχθείς 3 ερχόμενος 4 αφικνούμενος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |