Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


verbalìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [verbaˈlizmo]

1 μεγαλοστομία
2 στόμφος
3 ρητορισμός
4 βερμπαλισμός
5 λογοκοπία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  verbale verbalizzare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

veracità (θηλ.ουσ)
veramente (επίρ.)
veranda (θηλ.ουσ)
verbale (ουσ αρσ )
verbale (επίθ.)
verbalismo (ουσ αρσ )
verbalizzare (ρ. μτβ.)
verbalizzazione (θηλ.ουσ)
verbalmente (επίρ.)
verbena (θηλ.ουσ)
verbigerazione (θηλ.ουσ)
verbigrazia (επίρ.)
verbo (ουσ αρσ )
verbosamente (επίρ.)
verbosità (θηλ.ουσ)
verboso (επίθ.)
verdastro (ουσ αρσ )
verdastro (επίθ.)
verdazzurro (αρσ. επίθ και ουσ)
verde (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---