Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


veracità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [veraʧiˈta]

1 ειλικρίνεια
2 τιμιότητα
3 αληθινότητα
4 αλήθεια
5 φιλαλήθεια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  veracemente veramente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

venuto (ουσ αρσ )
venuto (επίθ.)
vera (θηλ.ουσ)
verace (επίθ.)
veracemente (επίρ.)
veracità (θηλ.ουσ)
veramente (επίρ.)
veranda (θηλ.ουσ)
verbale (ουσ αρσ )
verbale (επίθ.)
verbalismo (ουσ αρσ )
verbalizzare (ρ. μτβ.)
verbalizzazione (θηλ.ουσ)
verbalmente (επίρ.)
verbena (θηλ.ουσ)
verbigerazione (θηλ.ουσ)
verbigrazia (επίρ.)
verbo (ουσ αρσ )
verbosamente (επίρ.)
verbosità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---