Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


venturìmetro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ventuˈrimetro]

όργανο μέτρησης δυναμικής πίεσης Venturi


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  venturiero venturo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ventunesimo (τακτ. αριθμ. επίθ.)
ventuno ( απόλ. αριθμ. επίθ.)
ventura (θηλ.ουσ)
venturiere (αρσ. επίθ και ουσ)
venturiero (αρσ. επίθ και ουσ)
venturimetro (ουσ αρσ )
venturo (επίθ.)
venturoso (επίθ.)
venula (θηλ.ουσ)
venusiano (αρσ. επίθ και ουσ)
venustà (θηλ.ουσ)
venusto (επίθ.)
venuta (θηλ.ουσ)
venuto (ουσ αρσ )
venuto (επίθ.)
vera (θηλ.ουσ)
verace (επίθ.)
veracemente (επίρ.)
veracità (θηλ.ουσ)
veramente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---