Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


venturière  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [ventuˈrjɛre]

1 μισθοφόρος
2 τυχοδιώκτης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ventura venturiero  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ventriloquo (ουσ αρσ )
ventunenne (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
ventunesimo (τακτ. αριθμ. επίθ.)
ventuno ( απόλ. αριθμ. επίθ.)
ventura (θηλ.ουσ)
venturiere (αρσ. επίθ και ουσ)
venturiero (αρσ. επίθ και ουσ)
venturimetro (ουσ αρσ )
venturo (επίθ.)
venturoso (επίθ.)
venula (θηλ.ουσ)
venusiano (αρσ. επίθ και ουσ)
venustà (θηλ.ουσ)
venusto (επίθ.)
venuta (θηλ.ουσ)
venuto (ουσ αρσ )
venuto (επίθ.)
vera (θηλ.ουσ)
verace (επίθ.)
veracemente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---