Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


venturóso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ventuˈroso], [ventuˈrozo]

1 καλότυχος
2 καλόμοιρος
3 κωλόφαρδος
4 τυχερός
5 ριζικάρης
6 σαββατογεννημένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  venturo venula  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ventura (θηλ.ουσ)
venturiere (αρσ. επίθ και ουσ)
venturiero (αρσ. επίθ και ουσ)
venturimetro (ουσ αρσ )
venturo (επίθ.)
venturoso (επίθ.)
venula (θηλ.ουσ)
venusiano (αρσ. επίθ και ουσ)
venustà (θηλ.ουσ)
venusto (επίθ.)
venuta (θηλ.ουσ)
venuto (ουσ αρσ )
venuto (επίθ.)
vera (θηλ.ουσ)
verace (επίθ.)
veracemente (επίρ.)
veracità (θηλ.ουσ)
veramente (επίρ.)
veranda (θηλ.ουσ)
verbale (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---