Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tregènda (θηλ.ουσ) trentamìla (αρσ. επίθ και ουσ)
tréggia (θηλ.ουσ) trentatré (αρσ. επίθ και ουσ)
trégua, trègua (θηλ.ουσ) trentatreèsimo (αρσ. επίθ και ουσ)
tremacuòre (ουσ αρσ ) trentennàle (ουσ αρσ )
tremànte (επίθ.) trentennàle (επίθ.)
tremàre (ρ.αμτβ.) trentènne (ουσ αρσ )
tremarèlla (θηλ.ουσ) trentènne (θηλ.ουσ)
tremebóndo (επίθ.) trentènne (επίθ.)
tremendaménte (επίρ.) trentènnio (ουσ αρσ )
tremèndo (επίθ.) trentèsimo (ουσ αρσ )
trementìna (θηλ.ουσ) trentèsimo (επίθ.)
tremìla (αρσ. επίθ και ουσ) trentìna (θηλ.ουσ)
tremillèsimo (αρσ. επίθ και ουσ) trentìno (ουσ αρσ )
trèmito (ουσ αρσ ) trentìno (επίθ.)
tremolànte (επίθ.) Trénto (κύρ.όν. θηλ.)
tremolàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) trentunèsimo (τακτ. αριθμ. επίθ.)
tremolìo (ουσ αρσ ) trentùno (αρσ. επίθ και ουσ)
trèmolo (αρσ. επίθ και ουσ) trepestìo (ουσ αρσ )
tremóre (ουσ αρσ ) trepidaménte (επίρ.)
trèmulo (αρσ. επίθ και ουσ) trepidànte (επίθ.)
trench (ουσ αρσ ) trepidàre (ρ.αμτβ.)
trenìno (ουσ αρσ ) trepidazióne (θηλ.ουσ)
trèno (ουσ αρσ ) trèpido (επίθ.)
trénta, trènta (αρσ. επίθ και ουσ) treppiède (ουσ αρσ )
trentaduèsimo (ουσ αρσ ) trequàrti (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: