ItalianoGreco


trentènne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [trenˈtɛnne]

τριαντάρης άντρας

trentènne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [trenˈtɛnne]

τριαντάρα γυναίκα

trentènne  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [trenˈtɛnne]

1 τριακονταετής
2 ο διάρκειας 30 ετών


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---