Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


trentèsimo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [trenˈtɛzimo]

ποσότητα ίση με 1/30

trentèsimo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [trenˈtɛzimo]

τριακοστός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  trentennio trentina  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

trentennale (επίθ.)
trentenne (ουσ αρσ )
trentenne (θηλ.ουσ)
trentenne (επίθ.)
trentennio (ουσ αρσ )
trentesimo (ουσ αρσ )
trentesimo (επίθ.)
trentina (θηλ.ουσ)
trentino (ουσ αρσ )
trentino (επίθ.)
Trénto (κύρ.όν. θηλ.)
trentunesimo (τακτ. αριθμ. επίθ.)
trentuno (αρσ. επίθ και ουσ)
trepestio (ουσ αρσ )
trepidamente (επίρ.)
trepidante (επίθ.)
trepidare (ρ.αμτβ.)
trepidazione (θηλ.ουσ)
trepido (επίθ.)
treppiede (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---