Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


trèpido  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈtrɛpido]

1 ταραγμένος
2 φοβισμένος
3 αναστατωμένος
4 φοβισμένος
5 ανήσυχος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  trepidazione treppiede  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

trepestio (ουσ αρσ )
trepidamente (επίρ.)
trepidante (επίθ.)
trepidare (ρ.αμτβ.)
trepidazione (θηλ.ουσ)
trepido (επίθ.)
treppiede (ουσ αρσ )
trequarti (ουσ αρσ )
tresca (θηλ.ουσ)
trescare (ρ.αμτβ.)
trescone (ουσ αρσ )
trespolo (ουσ αρσ )
tressette (ουσ αρσ )
trevo (ουσ αρσ )
triaca (θηλ.ουσ)
triacanto (ουσ αρσ )
triade (θηλ.ουσ)
triadico (αρσ. επίθ και ουσ)
trialismo (ουσ αρσ )
triangolare (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---