Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtrèpido
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈtrɛpido] 1 ταραγμένος 2 φοβισμένος 3 αναστατωμένος 4 φοβισμένος 5 ανήσυχος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |