Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


trévo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈtrevo]

πορεία σκάφους


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tressette triaca  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tresca (θηλ.ουσ)
trescare (ρ.αμτβ.)
trescone (ουσ αρσ )
trespolo (ουσ αρσ )
tressette (ουσ αρσ )
trevo (ουσ αρσ )
triaca (θηλ.ουσ)
triacanto (ουσ αρσ )
triade (θηλ.ουσ)
triadico (αρσ. επίθ και ουσ)
trialismo (ουσ αρσ )
triangolare (επίθ.)
triangolare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
triangolarità (θηλ.ουσ)
triangolazione (θηλ.ουσ)
triangolo (ουσ αρσ )
triarchia (θηλ.ουσ)
trias (ουσ αρσ )
triassico (ουσ αρσ )
triassico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---