Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtrèmolo
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [ˈtrɛmolo] 1 ιτιά κλαίουσα Populus tremula 2 ρυθμιστική διάταξη περιορισμού τρέμολο σε όργανο 3 τρέμολο (μουσική) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |