trèmolo
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈtrɛmolo]
1 ιτιά κλαίουσα Populus tremula
2 ρυθμιστική διάταξη περιορισμού τρέμολο σε όργανο
3 τρέμολο (μουσική)
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈtrɛmolo]
1 ιτιά κλαίουσα Populus tremula
2 ρυθμιστική διάταξη περιορισμού τρέμολο σε όργανο
3 τρέμολο (μουσική)
permalink
tremolo (αρσ. επίθ και ουσ)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android