Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


trèno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈtrɛno]

το τρένο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  trenino trenta  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


treno [αρσ.] diretto = το απευθείας τρένο || treno [αρσ.] merci = το φορτηγό τρένο || treno [αρσ.] rapido = η ταχεία αμαξοστοιχία


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tremolo (αρσ. επίθ και ουσ)
tremore (ουσ αρσ )
tremulo (αρσ. επίθ και ουσ)
trench (ουσ αρσ )
trenino (ουσ αρσ )
treno (ουσ αρσ )
trenta (αρσ. επίθ και ουσ)
trentaduesimo (ουσ αρσ )
trentamila (αρσ. επίθ και ουσ)
trentatré (αρσ. επίθ και ουσ)
trentatreesimo (αρσ. επίθ και ουσ)
trentennale (ουσ αρσ )
trentennale (επίθ.)
trentenne (ουσ αρσ )
trentenne (θηλ.ουσ)
trentenne (επίθ.)
trentennio (ουσ αρσ )
trentesimo (ουσ αρσ )
trentesimo (επίθ.)
trentina (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---