ItalianoGreco


trèno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈtrɛno]

το τρένο


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


treno [αρσ.] diretto = το απευθείας τρένο || treno [αρσ.] merci = το φορτηγό τρένο || treno [αρσ.] rapido = η ταχεία αμαξοστοιχία



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---