Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtrèmito
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈtrɛmito] 1 σύγκρυο 2 ανατριχίλα 3 τρέμουλο 4 τουρτούρισμα 5 κρυάδα 6 ανατρίχιασμα 7 κραδασμός 8 τρεμούλιασμα 9 ρίγος 10 φρικίαση 11 τρεμούλα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |