Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


trementìna  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [tremenˈtina]

1 τερεβινθίνη
2 τερεβινθέλαιο
3 νέφτι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tremendo tremila  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tremare (ρ.αμτβ.)
tremarella (θηλ.ουσ)
tremebondo (επίθ.)
tremendamente (επίρ.)
tremendo (επίθ.)
trementina (θηλ.ουσ)
tremila (αρσ. επίθ και ουσ)
tremillesimo (αρσ. επίθ και ουσ)
tremito (ουσ αρσ )
tremolante (επίθ.)
tremolare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
tremolio (ουσ αρσ )
tremolo (αρσ. επίθ και ουσ)
tremore (ουσ αρσ )
tremulo (αρσ. επίθ και ουσ)
trench (ουσ αρσ )
trenino (ουσ αρσ )
treno (ουσ αρσ )
trenta (αρσ. επίθ και ουσ)
trentaduesimo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---