Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtremendaménte
επίρρημα Προσφορά I.P.A.: [tremendaˈmente] 1 τρομερά 2 αλαφιασμένα 3 με ρίγη 4 με φόβο 5 με τρόμο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |