Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtremànte
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [treˈmante] 1 τρεμουλιάρικος 2 τρεμάμενος 3 τρομώδης 4 τουρτουριάρης 5 τρεμουλιάρης 6 τρεμουλιαστός 7 ριγηλός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |