Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtréfolo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈtrefolo] 1 κλώνος σκοινιού ή καλωδίου 2 πολύκλωνο καλώδιο 3 πλεγμένο σκοινί 4 νήμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |