Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tréfolo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈtrefolo]

1 κλώνος σκοινιού ή καλωδίου
2 πολύκλωνο καλώδιο
3 πλεγμένο σκοινί
4 νήμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tredici tregenda  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tredicenne (επίθ.)
tredicesima (θηλ.ουσ)
tredicesimo (ουσ αρσ )
tredicesimo (επίθ.)
tredici ( απόλ. αριθμ. επίθ.)
trefolo (ουσ αρσ )
tregenda (θηλ.ουσ)
treggia (θηλ.ουσ)
tregua (θηλ.ουσ)
tremacuore (ουσ αρσ )
tremante (επίθ.)
tremare (ρ.αμτβ.)
tremarella (θηλ.ουσ)
tremebondo (επίθ.)
tremendamente (επίρ.)
tremendo (επίθ.)
trementina (θηλ.ουσ)
tremila (αρσ. επίθ και ουσ)
tremillesimo (αρσ. επίθ και ουσ)
tremito (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---