Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tredicènne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [trediˈʧɛnne]

αγόρι δεκατριών χρονών

tredicènne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [trediˈʧɛnne]

κορίτσι δεκατριών χρονών

tredicènne  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [trediˈʧɛnne]

δεκατριών χρονών


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  trecento tredicesima  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

trecciuola (θηλ.ουσ)
trecentesco (επίθ.)
trecentesimo (τακτ. αριθμ. επίθ.)
trecentista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
trecento ( απόλ. αριθμ. επίθ.)
tredicenne (ουσ αρσ )
tredicenne (θηλ.ουσ)
tredicenne (επίθ.)
tredicesima (θηλ.ουσ)
tredicesimo (ουσ αρσ )
tredicesimo (επίθ.)
tredici ( απόλ. αριθμ. επίθ.)
trefolo (ουσ αρσ )
tregenda (θηλ.ουσ)
treggia (θηλ.ουσ)
tregua (θηλ.ουσ)
tremacuore (ουσ αρσ )
tremante (επίθ.)
tremare (ρ.αμτβ.)
tremarella (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---