Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


trégua, trègua  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈtregwa], [ˈtrɛgwa]

1 πρόσκαιρη αναστολή ενεργειών
2 ανάπαυλα
3 παύση
4 μορατόριουμ
5 ανακωχή
6 εκεχειρία
7 μορατόριο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  treggia tremacuore  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


non gli ha dato tregua = δε τον αφήνει σε χλωρό κλαρί


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tredicesimo (επίθ.)
tredici ( απόλ. αριθμ. επίθ.)
trefolo (ουσ αρσ )
tregenda (θηλ.ουσ)
treggia (θηλ.ουσ)
tregua (θηλ.ουσ)
tremacuore (ουσ αρσ )
tremante (επίθ.)
tremare (ρ.αμτβ.)
tremarella (θηλ.ουσ)
tremebondo (επίθ.)
tremendamente (επίρ.)
tremendo (επίθ.)
trementina (θηλ.ουσ)
tremila (αρσ. επίθ και ουσ)
tremillesimo (αρσ. επίθ και ουσ)
tremito (ουσ αρσ )
tremolante (επίθ.)
tremolare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
tremolio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---