Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtrégua, trègua
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈtregwa], [ˈtrɛgwa] 1 πρόσκαιρη αναστολή ενεργειών 2 ανάπαυλα 3 παύση 4 μορατόριουμ 5 ανακωχή 6 εκεχειρία 7 μορατόριο permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαnon gli ha dato tregua = δε τον αφήνει σε χλωρό κλαρί Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |