Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tirapùgni (ουσ αρσ ) tirocinànte (επίθ.)
tiràre (ρ.αμτβ.) tirocìnio (ουσ αρσ )
tiràre (ρ. μτβ.) tiròide (θηλ.ουσ)
tirarsi (ρ.μ. (αντων.)) tiroidectomìa (θηλ.ουσ)
tirasségno (ουσ αρσ ) tiroidèo (επίθ.)
tirastivàli (ουσ αρσ ) tiroidìna (θηλ.ουσ)
tiràta (θηλ.ουσ) tiroidìsmo (ουσ αρσ )
tiràto (επίθ.) tiroidìte (θηλ.ουσ)
tiratóio (ουσ αρσ ) tirolése (ουσ αρσ και θηλ.)
tiratóre (ουσ αρσ ) tirolése (επίθ.)
tiratùra (θηλ.ουσ) Tiròlo (κύρ.όν. αρσ.)
tiravolìsta (ουσ αρσ και θηλ.) tirosìna (θηλ.ουσ)
tirchierìa (θηλ.ουσ) tiroxìna (θηλ.ουσ)
tìrchio (ουσ αρσ ) tirrènico (επίθ.)
tìrchio (επίθ.) tirrèno (αρσ. επίθ και ουσ)
tirèlla (θηλ.ουσ) tìrso (ουσ αρσ )
tiremmòlla (ουσ αρσ ) tirtèo (ουσ αρσ )
tireotòssico (επίθ.) tisàna (θηλ.ουσ)
tireotossicòsi (θηλ.ουσ) Tìsbe (κύρ.όν. θηλ.)
Tirèsia (κύρ.όν. αρσ.) tìsi (θηλ.ουσ)
tirètto (ουσ αρσ ) tisichézza (θηλ.ουσ)
tiristóre (ουσ αρσ ) tìsico (αρσ. επίθ και ουσ)
tiritèra (θηλ.ουσ) tisiologìa (θηλ.ουσ)
tìro (ουσ αρσ ) tisiòlogo (ουσ αρσ )
tirocinànte (ουσ αρσ και θηλ.) tissulàre (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: