Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tisiòlogo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [tiˈzjɔlogo]

γιατρός με ειδίκευση στη φυματίωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tisiologia tissulare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

Tisbe (κύρ.όν. θηλ.)
tisi (θηλ.ουσ)
tisichezza (θηλ.ουσ)
tisico (αρσ. επίθ και ουσ)
tisiologia (θηλ.ουσ)
tisiologo (ουσ αρσ )
tissulare (επίθ.)
titanato (αρσ. επίθ και ουσ)
titanico (επίθ.)
titanio (ουσ αρσ )
titanismo (ουσ αρσ )
titanite (θηλ.ουσ)
titano (ουσ αρσ )
titanomachia (θηλ.ουσ)
titillamento (ουσ αρσ )
titillare (ρ. μτβ.)
tito (ουσ αρσ )
titoismo (ουσ αρσ )
titoista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
titolare (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---