Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tisichézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [tiziˈkettsa]

1 εξαιρετική αδυναμία
2 φυματίωση
3 φθίση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tisi tisico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tirso (ουσ αρσ )
tirteo (ουσ αρσ )
tisana (θηλ.ουσ)
Tisbe (κύρ.όν. θηλ.)
tisi (θηλ.ουσ)
tisichezza (θηλ.ουσ)
tisico (αρσ. επίθ και ουσ)
tisiologia (θηλ.ουσ)
tisiologo (ουσ αρσ )
tissulare (επίθ.)
titanato (αρσ. επίθ και ουσ)
titanico (επίθ.)
titanio (ουσ αρσ )
titanismo (ουσ αρσ )
titanite (θηλ.ουσ)
titano (ουσ αρσ )
titanomachia (θηλ.ουσ)
titillamento (ουσ αρσ )
titillare (ρ. μτβ.)
tito (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---