Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


titolàre  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [titoˈlare]

1 ιδιοκτήτης
2 τιτουλάριος
3 κάτοχος
4 κάτοχος τίτλου
5 τιτλούχος

titolàre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [titoˈlare]

1 τιμητικός
2 επίσημος
3 κανονικός
4 ονομαστικός

titolàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [titoˈlare]

εκτελώ ποσοτική ανάλυση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  titoista titolato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

titillamento (ουσ αρσ )
titillare (ρ. μτβ.)
tito (ουσ αρσ )
titoismo (ουσ αρσ )
titoista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
titolare (ουσ αρσ και θηλ.)
titolare (επίθ.)
titolare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
titolato (ουσ αρσ )
titolato (επίθ.)
titolatrice (θηλ.ουσ)
titolazione (θηλ.ουσ)
titoletto (ουσ αρσ )
titolista (ουσ αρσ και θηλ.)
titolo (ουσ αρσ )
titolone (ουσ αρσ )
titubante (επίθ.)
titubanza (θηλ.ουσ)
titubare (ρ.αμτβ.)
tixotropia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---