Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtitolàto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [titoˈlato] 1 άνθρωπος τιτλούχος 2 ευγενής titolàto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [titoˈlato] 1 υφιστάμενος ποσοτική ανάλυση 2 τιτλούχος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |