Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tìzio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈtittsjo]

ο κάποιος, η κάποια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tiziano tizzo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

titubanza (θηλ.ουσ)
titubare (ρ.αμτβ.)
tixotropia (θηλ.ουσ)
tizianesco (επίθ.)
tiziano (επίθ.)
tizio (ουσ αρσ )
tizzo (ουσ αρσ )
tizzone (ουσ αρσ )
tmesi (θηλ.ουσ)
to' (επιφ.)
toast (ουσ αρσ )
toboga (ουσ αρσ )
tocai (ουσ αρσ )
tocca (θηλ.ουσ)
toccabile (επίθ.)
toccalapis (ουσ αρσ )
toccamano (ουσ αρσ )
toccante (επίθ.)
toccare (ρ.αμτβ.)
toccare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---