Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtìzzo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈtittso] 1 δαδί 2 πυρσός 3 δάδα 4 δαυλός 5 καιόμενο ξύλο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |