Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


toccàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [tokˈkare]

1 έχω δικαιοδοσία
2 έχω δικαίωμα
3 δικαιούμαι
4 παίρνω
5 πετυχαίνω
6 πρέπει
7 είναι καθήκον μου
8 είναι η σειρά μου
9 πέφτει σε μένα
10 εμπίπτει
11 συμβαίνει

toccàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [tokˈkare]

εγγίζω, αγγίζω

toccarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [tokˈkarsi]

Συναντιέμαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  toccante toccasana  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


a chi tocca? = ποιός έχει σειρά? || tocca a me = είναι η σειρά μου


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tocca (θηλ.ουσ)
toccabile (επίθ.)
toccalapis (ουσ αρσ )
toccamano (ουσ αρσ )
toccante (επίθ.)
toccare (ρ.αμτβ.)
toccare (ρ. μτβ.)
toccarsi (ρ.μ. (αντων.))
toccasana (ουσ αρσ )
toccata (θηλ.ουσ)
toccatina (θηλ.ουσ)
toccato (επίθ.)
toccatutto (ουσ αρσ και θηλ.)
tocco (ουσ αρσ )
tocco (επίθ.)
tocoferolo (ουσ αρσ )
tocologia (θηλ.ουσ)
tofo (ουσ αρσ )
toga (θηλ.ουσ)
togato (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---