ItalianoGreco


toccàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [tokˈkato]

1 ελαφρά διανοητικά διαταραγμένος
2 ακουμπημένος
3 τρελούτσικος
4 μισότρελος
5 λοξός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---