Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tògliere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈtɔʎʎere]

βγάζω

togliersi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [ˈtɔʎʎersi]

1 απέρχομαι
2 χάνομαι
3 εξαφανίζομαι
4 απομακρύνομαι
5 φεύγω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  togato toilette  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


togliersi il pane di bocca = δίνω από το υστέρημά μου


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tocoferolo (ουσ αρσ )
tocologia (θηλ.ουσ)
tofo (ουσ αρσ )
toga (θηλ.ουσ)
togato (αρσ. επίθ και ουσ)
togliere (ρ. μτβ.)
togliersi (ρ.μ. (αντων.))
toilette (θηλ.ουσ)
Tokio (κύρ.όν. θηλ.)
tolda (θηλ.ουσ)
tolemaico (επίθ.)
toletta (θηλ.ουσ)
tolettatura (θηλ.ουσ)
tollerabile (επίθ.)
tollerabilità (θηλ.ουσ)
tollerabilmente (επίρ.)
tollerante (επίθ.)
tolleranza (θηλ.ουσ)
tollerare (ρ. μτβ.)
Tolomeo (κύρ.όν. αρσ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---