Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tollerabilità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [tollerabiliˈta]

1 συγκατάβαση
2 κατανόηση
3 ανεκτικότητα
4 υποφερτή κατάσταση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tollerabile tollerabilmente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tolda (θηλ.ουσ)
tolemaico (επίθ.)
toletta (θηλ.ουσ)
tolettatura (θηλ.ουσ)
tollerabile (επίθ.)
tollerabilità (θηλ.ουσ)
tollerabilmente (επίρ.)
tollerante (επίθ.)
tolleranza (θηλ.ουσ)
tollerare (ρ. μτβ.)
Tolomeo (κύρ.όν. αρσ.)
Tolone (κύρ.όν. θηλ.)
Tolosa (κύρ.όν. θηλ.)
tolstoiano (αρσ. επίθ και ουσ)
tolstoismo (ουσ αρσ )
tolto (επίθ.)
tolù (ουσ αρσ )
toluene (ουσ αρσ )
toluolo (ουσ αρσ )
tomahawk (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---