Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtollerabilità
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [tollerabiliˈta] 1 συγκατάβαση 2 κατανόηση 3 ανεκτικότητα 4 υποφερτή κατάσταση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |