Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtolétta
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [toˈletta] 1 τουαλέτα 2 λουτρό 3 τουαλέτα (βραδινό φόρεμα) 4 τραπέζι τουαλέτας (μπροστά σε καθρέφτη) 5 καμαρίνι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |