Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tolétta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [toˈletta]

1 τουαλέτα
2 λουτρό
3 τουαλέτα (βραδινό φόρεμα)
4 τραπέζι τουαλέτας (μπροστά σε καθρέφτη)
5 καμαρίνι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tolemaico tolettatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

togliersi (ρ.μ. (αντων.))
toilette (θηλ.ουσ)
Tokio (κύρ.όν. θηλ.)
tolda (θηλ.ουσ)
tolemaico (επίθ.)
toletta (θηλ.ουσ)
tolettatura (θηλ.ουσ)
tollerabile (επίθ.)
tollerabilità (θηλ.ουσ)
tollerabilmente (επίρ.)
tollerante (επίθ.)
tolleranza (θηλ.ουσ)
tollerare (ρ. μτβ.)
Tolomeo (κύρ.όν. αρσ.)
Tolone (κύρ.όν. θηλ.)
Tolosa (κύρ.όν. θηλ.)
tolstoiano (αρσ. επίθ και ουσ)
tolstoismo (ουσ αρσ )
tolto (επίθ.)
tolù (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---