Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tòlda  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈtɔlda]

κατάστρωμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  Tokio tolemaico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

togato (αρσ. επίθ και ουσ)
togliere (ρ. μτβ.)
togliersi (ρ.μ. (αντων.))
toilette (θηλ.ουσ)
Tokio (κύρ.όν. θηλ.)
tolda (θηλ.ουσ)
tolemaico (επίθ.)
toletta (θηλ.ουσ)
tolettatura (θηλ.ουσ)
tollerabile (επίθ.)
tollerabilità (θηλ.ουσ)
tollerabilmente (επίρ.)
tollerante (επίθ.)
tolleranza (θηλ.ουσ)
tollerare (ρ. μτβ.)
Tolomeo (κύρ.όν. αρσ.)
Tolone (κύρ.όν. θηλ.)
Tolosa (κύρ.όν. θηλ.)
tolstoiano (αρσ. επίθ και ουσ)
tolstoismo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---