Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tollerànza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [tolleˈrantsa]

1 συγκατάβαση
2 καρτερία
3 έκπτωση
4 κατανόηση
5 υπομονή
6 ανεκτικότητα
7 ανοχή
8 επιείκεια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tollerante tollerare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tolettatura (θηλ.ουσ)
tollerabile (επίθ.)
tollerabilità (θηλ.ουσ)
tollerabilmente (επίρ.)
tollerante (επίθ.)
tolleranza (θηλ.ουσ)
tollerare (ρ. μτβ.)
Tolomeo (κύρ.όν. αρσ.)
Tolone (κύρ.όν. θηλ.)
Tolosa (κύρ.όν. θηλ.)
tolstoiano (αρσ. επίθ και ουσ)
tolstoismo (ουσ αρσ )
tolto (επίθ.)
tolù (ουσ αρσ )
toluene (ουσ αρσ )
toluolo (ουσ αρσ )
tomahawk (ουσ αρσ )
tomaia (θηλ.ουσ)
tomaio (ουσ αρσ )
tomba (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---