ItalianoGreco


tollerànza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [tolleˈrantsa]

1 συγκατάβαση
2 καρτερία
3 έκπτωση
4 κατανόηση
5 υπομονή
6 ανεκτικότητα
7 ανοχή
8 επιείκεια


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---