Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tolù  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [toˈlu]

βάλσαμο από το δέντρο Myroxylon balsamum


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tolto toluene  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

Tolone (κύρ.όν. θηλ.)
Tolosa (κύρ.όν. θηλ.)
tolstoiano (αρσ. επίθ και ουσ)
tolstoismo (ουσ αρσ )
tolto (επίθ.)
tolù (ουσ αρσ )
toluene (ουσ αρσ )
toluolo (ουσ αρσ )
tomahawk (ουσ αρσ )
tomaia (θηλ.ουσ)
tomaio (ουσ αρσ )
tomba (θηλ.ουσ)
tombacco (ουσ αρσ )
tombale (επίθ.)
tombarello (ουσ αρσ )
tombarolo (ουσ αρσ )
tombino (ουσ αρσ )
tombola (θηλ.ουσ)
tombolare (ρ.αμτβ.)
tombolata (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---