Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tombolàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [tomboˈlare]

1 γκρεμοτσακίζομαι
2 πέφτω
3 γκρεμίζομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tombola tombolata  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tombale (επίθ.)
tombarello (ουσ αρσ )
tombarolo (ουσ αρσ )
tombino (ουσ αρσ )
tombola (θηλ.ουσ)
tombolare (ρ.αμτβ.)
tombolata (θηλ.ουσ)
tombolo (ουσ αρσ )
tombolone (ουσ αρσ )
tombolotto (ουσ αρσ )
tomentoso (επίθ.)
tomismo (ουσ αρσ )
tomista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
tomistico (επίθ.)
Tommaso (κύρ.όν. αρσ.)
tomo (ουσ αρσ )
tomografia (θηλ.ουσ)
tonaca (θηλ.ουσ)
tonacella (θηλ.ουσ)
tonale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---