Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tonacèlla  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [tonaˈʧɛlla]

1 πολυτελής χιτώνας (επισκόπων)
2 δαλματική
3 άμφιο διακόνου ή επισκόπου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tonaca tonale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tomistico (επίθ.)
Tommaso (κύρ.όν. αρσ.)
tomo (ουσ αρσ )
tomografia (θηλ.ουσ)
tonaca (θηλ.ουσ)
tonacella (θηλ.ουσ)
tonale (επίθ.)
tonalismo (ουσ αρσ )
tonalità (θηλ.ουσ)
tonante (αρσ. επίθ και ουσ)
tonare (ρ.αμτβ.)
tonchiare (ρ.αμτβ.)
tonchio (ουσ αρσ )
tonchioso (επίθ.)
tondeggiante (επίθ.)
tondeggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
tondello (ουσ αρσ )
tondezza (θηλ.ουσ)
tondino (ουσ αρσ )
tondo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---