Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tondèllo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [tonˈdɛllo]

1 ατελές κέρμα
2 στρογγυλό πράγμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tondeggiare tondezza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tonchiare (ρ.αμτβ.)
tonchio (ουσ αρσ )
tonchioso (επίθ.)
tondeggiante (επίθ.)
tondeggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
tondello (ουσ αρσ )
tondezza (θηλ.ουσ)
tondino (ουσ αρσ )
tondo (ουσ αρσ )
tondo (επίθ.)
tonfano (ουσ αρσ )
tonfete (ονοματ.)
tonfo (ουσ αρσ )
toni (ουσ αρσ )
tonica (θηλ.ουσ)
tonicità (θηλ.ουσ)
tonico (ουσ αρσ )
tonico (επίθ.)
tonificante (αρσ. επίθ και ουσ)
tonificare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---