ItalianoGreco


tonificànte  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [tonifiˈkante]

1 τονωτικός
2 ενισχυτικός
3 αναζωογονητικός
4 αναληπτικός
5 δυναμωτικός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---