Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tonificànte  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [tonifiˈkante]

1 τονωτικός
2 ενισχυτικός
3 αναζωογονητικός
4 αναληπτικός
5 δυναμωτικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tonico tonificare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

toni (ουσ αρσ )
tonica (θηλ.ουσ)
tonicità (θηλ.ουσ)
tonico (ουσ αρσ )
tonico (επίθ.)
tonificante (αρσ. επίθ και ουσ)
tonificare (ρ. μτβ.)
tonnara (θηλ.ουσ)
tonnato (επίθ.)
tonneggiare (ρ. μτβ.)
tonneggiarsi (ρ. μ. αμτβ.)
tonneggio (ουσ αρσ )
tonnellaggio (ουσ αρσ )
tonnellata (θηλ.ουσ)
tonnetto (ουσ αρσ )
tonnina (θηλ.ουσ)
tonno (ουσ αρσ )
tono (ουσ αρσ )
tonometria (θηλ.ουσ)
tonometro (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---