ItalianoGreco


tònico  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈtɔniko]

νερό κινίνου

tònico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈtɔniko]

1 αναληπτικός
2 δυναμωτικός
3 τονικός
4 τονωτικός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---