Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtonnellàggio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [tonnelˈladʤo] 1 χωρητικότητα πλοίου σε τόνους 2 τονάζ πλοίου 3 εκτόπισμα πλοίου permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |