Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tonsillotomìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [tonsillotoˈmia]

1 αμυγδαλοτομία
2 αμυγδαλεκτομή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tonsillite tonsillotomo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tonometro (ουσ αρσ )
tonsilla (θηλ.ουσ)
tonsillare (επίθ.)
tonsillectomia (θηλ.ουσ)
tonsillite (θηλ.ουσ)
tonsillotomia (θηλ.ουσ)
tonsillotomo (ουσ αρσ )
tonsura (θηλ.ουσ)
tonsurare (ρ. μτβ.)
tonsurato (αρσ. επίθ και ουσ)
tonto (ουσ αρσ )
tonto (επίθ.)
topaia (θηλ.ουσ)
topazio (ουσ αρσ )
topiario (επίθ.)
topica (θηλ.ουσ)
topicida (ουσ αρσ )
topico (αρσ. επίθ και ουσ)
topinambur (ουσ αρσ )
topino (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---