Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tonsuràto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [tonsuˈrato]

1 πρόσωπο με ξυρισμένο κεφάλι
2 καλόγερος καθολικός κεκαρμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tonsurare tonto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tonsillite (θηλ.ουσ)
tonsillotomia (θηλ.ουσ)
tonsillotomo (ουσ αρσ )
tonsura (θηλ.ουσ)
tonsurare (ρ. μτβ.)
tonsurato (αρσ. επίθ και ουσ)
tonto (ουσ αρσ )
tonto (επίθ.)
topaia (θηλ.ουσ)
topazio (ουσ αρσ )
topiario (επίθ.)
topica (θηλ.ουσ)
topicida (ουσ αρσ )
topico (αρσ. επίθ και ουσ)
topinambur (ουσ αρσ )
topino (ουσ αρσ )
topless (ουσ αρσ )
topo (ουσ αρσ )
topografia (θηλ.ουσ)
topografico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---