Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtónto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈtonto] 1 ορνιθόμυαλος 2 τρίχας 3 ντουβάρι 4 μπουμπουνοκέφαλος 5 μάπας 6 χαζός 7 χοντρόμυαλος 8 χάχας 9 χαὶβάνι 10 χάβαρο tónto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈtonto] 1 βλάκας 2 ηλίθιος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |