Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


topògrafo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [toˈpɔgrafo]

τοπογράφος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  topografico topolino  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

topino (ουσ αρσ )
topless (ουσ αρσ )
topo (ουσ αρσ )
topografia (θηλ.ουσ)
topografico (επίθ.)
topografo (ουσ αρσ )
topolino (ουσ αρσ και θηλ.)
topologia (θηλ.ουσ)
topologico (επίθ.)
toponimia (θηλ.ουσ)
toponimico (αρσ. επίθ και ουσ)
toponimo (ουσ αρσ )
toponomastica (θηλ.ουσ)
toponomastico (επίθ.)
toporagno (ουσ αρσ )
toppa (θηλ.ουσ)
toppato (επίθ.)
toppè (ουσ αρσ )
toppete (επιφ.)
toppo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---