ItalianoGreco


topolìno  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [topoˈlino]

1 διαβολόπαιδο
2 ποντικάκι
3 ζωηρό παιδί


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---