Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


toppàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [topˈpato]

1 παρδαλός
2 διάστικτος
3 πιτσιλωτός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  toppa toppè  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

toponimo (ουσ αρσ )
toponomastica (θηλ.ουσ)
toponomastico (επίθ.)
toporagno (ουσ αρσ )
toppa (θηλ.ουσ)
toppato (επίθ.)
toppè (ουσ αρσ )
toppete (επιφ.)
toppo (ουσ αρσ )
torà (θηλ.ουσ)
torace (ουσ αρσ )
toracentesi (θηλ.ουσ)
toracico (αρσ. επίθ και ουσ)
toracoplastica (θηλ.ουσ)
toracoscopia (θηλ.ουσ)
toracoscopio (ουσ αρσ )
toracotomia (θηλ.ουσ)
torba (θηλ.ουσ)
torbida (θηλ.ουσ)
torbidamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---